κακατούα

κακατούα
Ονομασία παπαγάλων που ζουν σε ορισμένες περιοχές της Αυστραλίας, της Ινδονησίας και της Μαλαισίας. Η ονομασία αυτή αποδίδει κατά κάποιον τρόπο την κραυγή αυτών των πουλιών, των οποίων το κεφάλι στολίζεται με ένα εντυπωσιακό λοφίο φτερών, τα οποία μπορούν να ανορθώνουν. Οι κ. ανήκουν σε διάφορα γένη, μεταξύ των οποίων τα κακάτοε και καλυπτόρυγχος που ανήκουν στην οικογένεια των ψιττακομόρφων. Ζουν σχεδόν αποκλειστικά πάνω στα δέντρα, τρέφονται με σπόρους, σκουλήκια και κάμπιες και χτίζουν τις φωλιές τους σε κοιλότητες χοντρών κορμών δέντρων· τα αρσενικά βοηθούν στην επώαση των αβγών. Άλλοτε οι ιθαγενείς κυνηγούσαν τους κ. είτε για να εμποδίσουν την καταστροφή των καλλιεργειών τους είτε γιατί τους χρησιμοποιούσαν ως τροφή. Ωστόσο, οι κ. συλλαμβάνονται πλέον ζωντανοί, γιατί προσαρμόζονται εύκολα σε περιβάλλον αιχμαλωσίας (κλουβί) και μπορούν να εξημερωθούν και να μάθουν να μιμούνται την ανθρώπινη φωνή. Ένα είδος γνωστό για τους απαλούς χρωματισμούς του φτερώματός του (λευκό στις φτερούγες, ρόδινο στον λαιμό και στην κοιλιά) είναι ο κ. του Λιντμπίτερ. Έχει συνολικό μήκος 40 εκ. και το λοφίο του, όταν είναι ανορθωμένο, παρουσιάζει μια ζωηρή κοκκινοκίτρινη ταινία· όπως και σε άλλα είδη κ., το ράμφος του είναι πιεσμένο στα πλευρά. Συγγενικό του είδος είναι ο λευκός κ. (Kakatoë galerita), που ονομάζεται και κ. με κίτρινο λοφίο. Ένα φτέρωμα έντονου ροζ χρώματος χαρακτηρίζει, αντίθετα, τον κ. τον αιματόχρωμο, του γένους καλυπτόρυγχος. Σε αυτό ανήκει και ο κορακόχρωμος κ. με την κόκκινη ουρά (συνολικό μήκος 70 εκ.)· ονομάζεται έτσι από το χρώμα της ταινίας που έχει στην ουρά το αρσενικό. Παρόμοιοι με τους κορακόχρωμους κ. είναι ο μαύρος κ. με την κίτρινη ουρά και ο μαύρος κ. με την άσπρη ουρά, που πήραν τις ονομασίες αυτές από το χρώμα του φτερώματός τους. Ένας λευκός κακατούα (Kakato· galerita)· τον κυνηγούν πολύ γιατί είναι επιζήμιος στις καλλιέργειες, επειδή τρέφεται με σπόρους και νέους βλαστούς.

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем решить контрольную работу

Look at other dictionaries:

  • παπαγάλοι — Δενδρόβια, κατά το μεγαλύτερο μέρος, πουλιά (ψιττακοί) της τάξης των ψιττακόμορφων, που ταυτίζεται με την οικογένεια των ψιττακιδών. Έχουν ράμφος ισχυρό και γαμψό, του οποίου οι δύο άνισοι βραχίονες είναι καμπυλωτοί με αντίθετη φορά ο καθένας: ο… …   Dictionary of Greek

  • Παπούα – Νέα Γουινέα — Συγκρότημα νησιών της Νοτιοανατολικής Ασίας, μεταξύ της θάλασσας των Κοραλίων και του νότιου Ειρηνικού Ωκεανού, ανατολικά της Ινδονησίας.Aνεξάρτητο κράτος από τις 16 Σεπτεμβρίου 1975 στο πλαίσιο της Bρετανικής Kοινοπολιτείας, περιλαμβάνει το… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”